- αποκεκαλυμμενως
- ἀποκεκαλυμμένωςἀπο-κεκᾰλυμμένωςоткрыто, откровенно
(λέγειν Isocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λέγειν Isocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποκεκαλυμμένως — ἀποκαλύπτω uncover perf part mp masc acc pl (doric) ἀποκεκαλυμμένως openly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)